- φόκο
- το, Ν1. φωτιά2. (κυρίως φρ.) α) «έβαλε φόκο» — πυρπόλησεβ) «πήρε φόκο»i) άναψε, πήρε φωτιάii) μτφ. οργίστηκε πολύ, εξεμάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fuoco «φωτιά» < λατ. focus «εστία, φωτιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek